Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέρδιψος — ον, Μ πάρα πολύ διψασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + διψος (< δίψα), πρβλ. πρόσ διψος, υπό διψος] … Dictionary of Greek
ὑπέρδιψα — ὑπέρδιψος exceedingly thirsty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)